- αεροπλανικός
- -ή, -ό [αεροπλάνο]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αεροπλάνο, ή ο κατάλληλος για την προσγείωση αεροπλάνου (π. χ. «αεροπλανικός χώρος»)2. «αεροπλανικό κόλπο», παλαιστικό τέχνασμα, κατά το οποίο ο παλαιστής ανασηκώνει με τα δύο χέρια τον αντίπαλό του και περιστρέφοντάς τον τόν ρίχνει με ορμή πάνω στον αγωνιστικό στίβο.
Dictionary of Greek. 2013.